- επαμώμαι
- ἐπαμῶμαι -άομαι (AM)1. επισωρεύω κάτι για τον εαυτό μου μαζεύοντας από το έδαφος «εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσί» επισώρευσε με τα χέρια και σχημάτισε στρώμα [από φύλλα])Ομ. Οδ.2. το ενεργ. ἐπαμῶ με την ίδια σημασίαμσν.1. συγκαλώ, συναθροίζω, συγκεντρώνω2. συγκομίζω, συγκεντρώνω την εσοδεία, τη συγκομιδή.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμάομαι, -ώμαι «συλλέγω»].
Dictionary of Greek. 2013.